Ο Αλέξανδρος Τσακίρης, αναλύει εις βάθος ένα πολύ σημαντικό θέμα που αφορά τη συμμετοχή του γονέα στην αγωνιστική εξέλιξη του παιδιού του και το πως η σχέση του προπονητή με τον γονέα μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη των στόχων του φιλόδοξου πρωταθλητή!

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στις παραμέτρους (σχηματικά στα 4 τεταρτημόρια) που επηρεάζουν την αθλητική απόδοση.

Στο συγκεκριμένο άρθρο εστιάσουμε στο κάτω αριστερά τεταρτημόριο – τον χώρο του «Εμείς». Πιο συγκεκριμένα, θα ασχοληθούμε με την πιο σημαντική διαπροσωπική σχέση που αναπτύσσει ένας νεαρός αθλητής κατά την διάρκεια της ζωής του, αυτήν με τους γονείς του, και θα προσπαθήσουμε να εκφράσουμε μια προπονητική άποψη για την γονική πραγματικότητα και εμπειρία στον πρωταθλητισμό.

Η «Λευκή Επιταγή»
Στην προπονητική μου διαδρομή ήταν πολλές οι φορές που αισθάνθηκα αμήχανα σε πολλές αλληλεπιδράσεις με γονείς νεαρών αθλητών. Δεν είναι εύκολο για έναν προπονητή να έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με συνεχείς απαιτήσεις, με μη ρεαλιστικές προσδοκίες και με καταστάσεις οπού ο γονέας φτάνει στο σημείο να ξεπεράσει το όριο της συναισθηματικής και σωματικής αυστηρότητας προς το παιδί του. Παρ’ όλα αυτά όσο πιο στενά συνεργάζομαι με τους γονείς, τόσο πιο πολύ παρατηρώ τις μεγάλες προκλήσεις που δημιουργεί ο ζωτικής σημασίας ρόλος τους όχι μόνο στον πρωταθλητισμό αλλά και στο σύνολο της ζωής του παιδιού.

Απορίας άξια είναι η συνειδητή και ασυνείδητη τριβή που υπάρχει στις σχέσεις μεταξύ προπονητών και γονέων. Ένα από τα πιο συνηθισμένα παράπονα των προπονητών είναι η υπερβολική συμμετοχή/παρείσφρηση των γονέων στην αθλητική ανάπτυξη των παιδιών τους. Η βασική προπονητική αντίληψη που υπήρχε, ειδικά στα υψηλά τενιστικά κλιμάκια, ήταν ότι οι γονείς είναι ένα αναγκαίο «εμπόδιο». Ότι είναι υπεύθυνοι για την χαμηλή ψυχολογική ανθεκτικότητα του παιδιού τους, την χαμηλή του εσωτερική τους παρακίνηση και αφοσίωση, ακόμα και για τα γονίδια τους.

Αυτή η άδική, αλλά συνάμα αληθής αντίληψη μου δημιούργησε την εικόνα της Λευκής Επιταγής.

Με τον όρο Λευκή Επιταγή εννοώ ότι, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ο γονέας είναι να κάθεται ήσυχος στην άκρη, να παρέχει όλα τα έξοδα, να δέχεται όλη την συναισθηματική πίεση του ρόλου του, ενώ ο προπονητής και ο αθλητής ασχολούνται με το πιο «σοβαρό θέμα»… αυτό της επιτυχίας στο επιλεγμένο άθλημα.

Στο συγκεκριμένο σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η συζήτηση και το ενδιαφέρον για το χτίσιμο αρμονικότερων σχέσεων και ποιοτικότερης επικοινωνίας με τους γονείς έχει αυξηθεί στις μεγάλες ακαδημίες και στους διεθνής οργανισμούς. Ωστόσο, ακόμα δεν υπάρχουν σαφείς κατευθυντήριες γραμμές και αντιλήψεις στην κοινότητα του διεθνούς τένις. Παρατηρείται ακόμα ασυμφωνία μεταξύ του μηνύματος ότι ο γονικός ρόλος στον πρωταθλητισμό είναι πολύ σημαντικός και της πρόνοιας που υπάρχει.

Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς βρίσκονται ακόμα σε απομόνωση, αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες και τις προκλήσεις του ρόλου τους χωρίς κατανόηση και υποστήριξη για το πώς είναι η εμπειρία τους.

Πως είναι όμως η συνεργασία με έναν προπονητή για ένα γονέα?

Η απάντηση είναι ότι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η φύση του τένις επιτρέπει πολλές προσωπικές συναντήσεις μεταξύ γονέων και προπονητών. Επίσης, επιτρέπει την παρουσία των γονέων σε ελάχιστη απόσταση από εκεί που διεξάγεται η προπόνηση. Άρα λοιπόν, η ανάμειξη τους είναι πολλές φορές καταλυτική, γεγονός  που μπορεί να επιφέρει τριβή.

Οι δύο βασικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν αυτή τη σχέση είναι η φιλοσοφία της κάθε ακαδημίας/συλλόγου και η προσωπικότητα του προπονητή που θα αναλάβει το παιδί. Και οι δύο παράγοντες πολλές φορές κρίνονται από την τύχη, όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα της επιλογής. Μερικοί προπονητές είναι φύσει επικοινωνιακοί και διαθέσιμοι ανά τακτά χρονικά διαστήματα για τους γονείς. Άλλοι είναι περισσότερο απόμακροι, αυστηροί και απαιτητικοί. Ενώ κάποιοι άλλοι έχουν την θέληση αλλά δεν ξέρουν πώς να το διαχειριστούν. Ανεξαρτήτως κατάστασης ο γονέας είναι αυτός που πρέπει να «πλοηγήσει» τη σχέση. Συχνά αυτή η πλοήγηση συμβαίνει με ελάχιστη γνώση για το άθλημα και τις δομές του.

Αυτό ενδέχεται να κάνει την επικοινωνία με κάποιον «ειδικό» (που ίσως ούτε καν τον νοιάζει η γνώμη του) πολύ δύσκολη, ειδικά όταν διακυβεύεται το αθλητικό και κυρίως συναισθηματικό μέλλον του παιδιού του.circles_300.jpg

Αυτό που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση  είναι ότι η επιτυχία σε ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως ο πρωταθλητισμός στο μοντέρνο τένις σπάνια επιτυγχάνεται χωρίς την παραγωγική υποστήριξη των γονέων. Είναι απαραίτητο λοιπόν ο γονέας να θεωρείται και να είναι στην πράξη ενεργό μέλος την ομάδας. Οφείλει το τρίγωνο μεταξύ αθλητή, προπονητή και γονέα να λειτουργεί αρμονικά, με διακριτούς, ξεκάθαρους και συμφωνημένους ρόλους έτσι ώστε να δημιουργούνται οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για την βελτιστοποίηση της απόδοσης του αθλητή.

Κοινές Γονικές Δυσκολίες
Αν το παιδί σας διακρίνεται, πολλοί σύλλογοι/προπονητές θα ερίζουν για την «υπογραφή» σας. Από την άλλη αν το ίδιο παιδί τραυματιστεί ή χάσει την φόρμα του για κάποια παρατεταμένη περίοδο μπορεί να απαξιωθεί με την ίδια ταχύτητα που εκτιμήθηκε. Όλοι γύρω δείχνουν να γνωρίζουν ποιο είναι το καλύτερο για το αθλητικό μέλλον του παιδιού σας, με πολλές φορές αντικρουόμενες απόψεις, και μία λάθος απόφαση σας μπορεί να επηρεάσει σοβαρά το αθλητικό και συναισθηματικό του μέλλον.

Το γεγονός αυτό χρειάζεται διαπραγματευτικές ικανότητες και η γνώση για το ποιον πρέπει να εμπιστευτείτε είναι ζωτικής σημασίας. Από την άλλη, αν το παιδί αναπτύσσεται με πιο αργό ρυθμό από άλλα, η εύρεση προπονητικής στέγης είναι μια δύσκολη πρόκληση. Η ενθάρρυνση και η πίστη στο παιδί είναι απαραίτητη, αλλά είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχει ρεαλισμός. Η εύρεση ισορροπίας μεταξύ των οικονομικών απαιτήσεων ενός ακριβού αθλήματος, της ποιότητας της προπόνησης και την πνευματικής ηρεμίας του παιδιού είναι επίσης πολύ δύσκολη. Όλα αυτά συμβαίνουν όχι μόνο χωρίς κάποια υποστήριξή για τους γονείς, αλλά επιπλέον υπάρχει η προσδοκία ο καθένας να έχει την ικανότητα να τα διαχειριστεί ανεξαρτήτως πόση ικανότητα και γνώση έχει.

Ένα επιπλέον απαιτητικό μέρος της «λευκής επιταγής» του γονικού ρόλου είναι και η διαχείριση του αθλητή που υπάρχει μπροστά από τον «άνθρωπο». Αυτό επιφανειακά είναι κοινώς αποδεκτό ως άλλο ένα γονικό καθήκον, αλλά είναι κάτι που μπορεί να αποδειχτεί καίριο για την μελλοντική επιτυχία. Όταν ο γονέας έχει πολύ πάθος και θέληση μπορεί να κατηγορηθεί ως πιεστικός ή ακόμα αυταρχικός.

Από την άλλη, όταν κάθεται στο παρασκήνιο χωρίς ενεργή συμμετοχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδιάφορος. Η ποσότητα της ενεργής συμμετοχής δεν είναι μια απλή απόφαση γιατί χωρίς μια ισορροπημένη καθοδήγηση ο αθλητής αδυνατεί να αντιληφθεί τι χρειάζεται για να αριστεύσει. Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς απαιτείται να μπορούν να είναι ηγέτες. Δηλαδή, να γνωρίζουν πότε πρέπει να πιέσουν και να πειθαρχήσουν τα παιδιά τους, αλλά και πότε να τους αφήσουν χώρο ώστε να γίνουν πιο ανεξάρτητα και να ακολουθήσουν το δικό τους μονοπάτι.

Ακόμα όμως και αν βρεθεί αυτή η λεπτή ισορροπία πολλές φορές προσκρούει στην περιφρόνηση τους παιδιού. Μια περιφρόνηση που μπορεί να κυμανθεί από την απλή έλλειψη προσοχής στα λόγια τους, μέχρι το «τι ξέρεις εσύ από τένις, άφησε με?». Φυσικά, οι ενήλικες πρέπει να δείχνουν ανωτερότητα, αλλά μια τέτοια συμπεριφορά είναι φυσιολογικό να δημιουργήσει συναισθηματικό πόνο.

Μια επιπρόσθετη δυσκολία που συναντάνε οι γονείς είναι η διαχείριση της σχέσης τους με άλλους γονείς. Στον πρωταθλητισμό ο ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος και δεν είναι μόνο μεταξύ των αθλητών και των ομίλων, αλλά και μεταξύ των γονέων. Είναι αρκετές φορές που έχω ακούσει την φράση: «δεν παρακολουθώ τις προπονήσεις επειδή δεν μπορώ την ατμόσφαιρα με άλλους γονείς». Πολλοί έχουν αναφέρει άγχος, επιθετικότητα, «πισωμαχαιρώματα», απομόνωση, ακόμα και εκφοβισμό.

Φυσικά, υπάρχουν και παραδείγματα που δημιουργούνται ποιοτικές και αυθεντικές φιλίες, αλλά είναι συνήθως εξαιρέσεις. Θεωρητικά, οι γονείς θα μπορούσαν να αλληλοϋποστηρίζονται μιας και μπορούν να ενσυναισθανθούν τις δυσκολίες του άλλου, παρ’ όλα αυτά η έλλειψη αυτογνωσίας και παιδείας φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Τέλος, ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι γονείς στον πρωταθλητισμό είναι η μάχη που δίνουν με την δική τους εσωτερική πραγματικότητα – τους φόβους, τα όνειρα, τις προσδοκίες και τις αμφιβολίες τους. Η ερώτηση «κάνω το καλύτερο δυνατό που μπορώ για να πραγματοποιήσει το παιδί μου τα όνειρα του?» είναι ίσως η πιο δύσκολα διαχειρίσημη ανασφάλεια που έχουν οι περισσότεροι γονείς.

Όντας γονέας δύο αγοριών είναι κάτι που αισθάνομαι έντονα και ερχόμενος σε επαφή με γονείς τόσα χρόνια ως προπονητής, πάντα μου φαίνεται αδιανόητη η αυτοθυσία που επιδεικνύουν σε ένα τόσο απαιτητικό περιβάλλον όπως το αγωνιστικό τένις. Το υλικό κόστος των προπονήσεων, των συνεχόμενων τουρνουά, του εξοπλισμού, αλλά και το καθημερινό συναισθηματικό κόστος αποτελεί μια τεράστια δέσμευση. Επιπλέον, για να μπορέσει να φτάσει ένας νεαρός αθλητής σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο χρειάζεται τουλάχιστον 10.000 ώρες προπόνησης και αγώνων. Αυτό σημαίνει 20 ώρες την εβδομάδα για 50 εβδομάδες το χρόνο για 10 χρόνια, χωρίς να συμπεριληφθεί ο χρόνος των διαδρομών μέσα στο αυτοκίνητο.

Τα νούμερα προκαλούν ζάλη. Πολλοί γονείς θα ισχυριστούν ότι αυτός χρόνος σίγουρα αξίζει τον κόπο και ότι οι εσωτερικές ανταμοιβές είναι πιο ουσιαστικές. Σίγουρα όμως η όλη διαδικασία έχει το αντίτιμο της.

Διαβάζοντας τις σύγχρονες έρευνες της ψυχολογίας όσον αφορά τη γονική πραγματικότητα, ένα κύριο συμπέρασμα είναι ότι οι εμπειρίες του καθενός ως παιδί έχει αντίκτυπο στην γονική προσέγγιση και στον τρόπο ανατροφής των παιδιών (Wilber, Cook-Grueter, Tolbert, Beck, Cowen).

Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία δείχνουν ότι με αναπτυξιακές πρακτικές υπάρχει η δυνατότητα για τους γονείς να αναγνωρίζουν την εσωτερική τους πραγματικότητα, να την αποδέχονται και να την βελτιώνουν. Ο τρόπος που το παιδί/αθλητής λειτουργεί μέσα στο γήπεδο πάντα αντανακλάται πίσω στους γονείς του. Όταν το παιδί έχει χαμηλότερες επιδόσεις, αυτό θα επιφέρει ένα αρνητικό συναίσθημα στον γονέα (άγχος, θυμό, απογοήτευση, απελπισία).

Από τον τρόπο που αναγνωρίζεται αυτό το συναίσθημα θα υπάρχει μια αντίδραση, η οποία θα είναι είτε να κατηγορηθεί το παιδί («γιατί είναι τόσο άχρηστο?», «Γιατί δεν ακούει όταν του μιλάω?», «Γιατί κάνει συνέχεια τα ίδια λάθη?») ή να εσωτερικευθεί η ανασφάλεια («γιατί είμαι τόσο άχρηστος?», Γιατί δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω για να διαχειριστώ αυτήν την κατάσταση?», «Μήπως απογοητεύω το παιδί μου?»).

Χωρίς την ικανότητα της ενσυνειδητότητας, της διαχείρισης αρνητικών συναισθημάτων και της αντίληψης πολλαπλών οπτικών γωνιών γύρω από την αθλητική απόδοση είναι πολύ εύκολο να υπάρχουν συγκρούσεις με αποτέλεσμα η εμπειρία στον πρωταθλητισμό γίνεται πιο επίπονη για τον γονέα και για τον αθλητή.

father-daughter.jpgΕπίλογος
Από την στιγμή που οι γονείς μπαίνουν στην διαδικασία του αγωνιστικού αθλητισμού δίνουν μια «λευκή επιταγή». Οι αθλητές και οι προπονητές αντιμετωπίζουν επίσης τεράστιες δυσκολίες, αλλά η μεγάλη διαφορά είναι ότι έχουν υποστήριξη και βοήθεια και συνεχώς προπονούνται και εκπαιδεύονται.

Τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη της τεχνολογίας υπάρχουν περισσότερες πηγές εκπαίδευσης για τους γονείς. Ωστόσο, ψάχνοντας στο διαδίκτυο για να αναπτύξουμε τις γονικές μας ικανότητες και την αυτογνωσία μας δεν είναι καθόλου επαρκές.

Η ποιότητα της γονικής παρουσίας στον πρωταθλητισμό καθορίζει την επιτυχία. Σαν αθλητική κοινότητα, η δημιουργία μιας κουλτούρας όπου ο γονέας θα επιμορφώνεται και θα υποστηρίζεται στις προκλήσεις και τις δυσκολίες που συναντάει και δεν αφήνεται στο παρασκήνιο, σίγουρα θα έδινε αξιοσημείωτη ώθηση σε όλο το αθλητικό περιβάλλον και ιδιαίτερα στην ανατροφή πιο πνευματικά υγειών παιδιών.

Η γονική προπονητική ζωής είναι μια κίνηση που βοηθάει τους γονείς να διαχειρίζονται πιο παραγωγικά τα δύσκολα συναισθήματα, τα μη πειθαρχημένα και με χαμηλή απόδοση παιδιά και τους δύσκολους προπονητές και γονείς. Το πιο σημαντικό όμως από όλα είναι το ταξίδι των γονέων στον πρωταθλητισμό να είναι μια ουσιαστική εμπειρία για τους ίδιους που συνδυάζεται με βαθύτερη ευχαρίστηση και προσωπική βελτίωση.

Σας ευχαριστώ για την ανάγνωση.

Αλέξανδρος Τσακίρης MSc, PhD.

Ο Αλέξανδρος είναι κάτοχος πτυχίου Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού από το Κολλέγιο Αθλητικών Επιστημών με ειδικότητα στην προπονητική του τένις. Το 2004 συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Exeter (Ηνωμένο Βασίλειο) όπου ένα χρόνο μετά ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του πάνω στις Επιστήμες της Άθλησης και της Υγείας. Τέσσερα χρόνια μετά ολοκλήρωσε το Διδακτορικό του πάνω στην Εργοφυσιολογία και την Βιοκινητική.

Ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της ανάπτυξης του ήταν η συνεχής μελέτη της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας. Το 2012 αποφάσισε να εξειδικευτεί στην Επιχειρησιακή Προπονητική – Προπόνηση Ζωής (Life/Executive Coaching) από το Ινστιτούτο Integral Coaching Canada. Από τότε έχει ολοκληρώσει πάνω από 200 ώρες προσωπικού Life Coaching σε αθλητές τένις, αλλά και σε γονείς αθλητών που θέλουν να βελτιώσουν τις ικανότητες τους στο να υποστηρίζουν παραγωγικότερα το ταξίδι των παιδιών τους στον πρωταθλητισμό.

Ο Αλέξανδρος έχει εργαστεί ως προπονητής τένις για τρία χρόνια στην Ελλάδα (δύο στον Α.Κ.Α.Μαραθώνα και ένα στον Ο.Α.Αργυρούπολης) και οχτώ χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο (τέσσερα στο σύλλογο τένις του Πανεπιστημίου του Exeter και άλλα 4 στον σύλλογο τένις του Shrewsbury) όπου πήρε και το δίπλωμα προπονητικής τένις της Βρετανικής ομοσπονδίας (LTA) επιπέδου 3 και συμμετείχε στο πρόγραμμα εκπαίδευσης προπονητών της LTA Midlands. Από το 2015 εργάζεται ως τεχνικός διευθυντής στον Α.Κ.Α.Μαραθώνα.

integral_tennis_420.jpg

 

Video highlights
Previous articleΤα λέμε στο Λονδίνο – VIDEO
Next article13ο Christmas Open στο Χαϊδάρι