Αρθρογραφεί ο Μάνος Παπαδάκης
Αν η κατάκτηση του Wimbledon στο Λονδίνο πριν λίγο καιρό σηματοδότησε τη θριαμβευτική επιστροφή του Νόβακ Τζόκοβιτς στις κορυφαίες επιτυχίες, η Νέα Υόρκη και το US Open που ακολούθησε δύο μήνες μετά και ο επιβλητικός τρόπος που ο τεράστιος αυτός αθλητής αγκάλιασε το 14ο Grand Slam της καριέρας του, οριοθέτησε την επαναπροσαρμογή των δεδομένων, με την έννοια του τρομακτικού επιπέδου τένις που μας παρουσίασε ειδικά στον τελικό, θυμίζοντας σε όλους ποιος είναι ο πραγματικός Τζόκοβιτς.
Ο μεγάλος Σέρβος που έχει βρει οριστικά ξανά το κίνητρο, τις προκλήσεις και το eye of the tiger που εμφανώς του είχαν λείψει την περίοδο της πτώσης του, στο Αμερικανικό Open φέτος είναι γεγονός ότι κατόρθωσε να φτάσει το παιχνίδι του στα ύψη που τον είχαν καταστήσει σχεδόν ανίκητο τα χρόνια της παντοδυναμίας του. Και αυτό είναι ένα στοιχείο που δίνει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα και σημασία στην επιτυχία που σημείωσε στα court του Flushing Meadows γιατί ίσως προϊδεάζει και για το μέλλον στο τι να περιμένουμε από αυτόν τον σπουδαίο πρωταθλητή.
Και αυτό το πρόσωπο που εμφάνισε στην Νέα Υόρκη ο Νόλε, ήταν αυτό που σε κάνει ενίοτε να αναρωτιέσαι πως μπορεί να ηττηθεί αυτός ο παίκτης όταν παίζει έτσι. Ήταν το πρόσωπο που θύμισε και πάλι τον ανθρώπινο τενιστικό ηλεκτρονικό υπολογιστή που έφερνε στο παρελθόν πολλάκις σε απόγνωση τους αντιπάλους του με το “ρομποτικό” παιχνίδι του. Αυτό το παιχνίδι της αέναης κίνησης, των ελάχιστων λαθών, των σωστών αποφάσεων, των εξωφρενικών αμυνών, των τέλεια μελετημένων και εκτελεσμένων χτυπημάτων εδάφους, της σιδερένιας πειθαρχίας, της πνευματικής υπερδύναμης.
Σε ολόκληρο το τουρνουά, αν εξαιρέσει κανείς μια μικρή κάμψη στην απόδοσή του κάποιες συγκεκριμένες χρονικές στιγμές που του στοίχισε την απώλεια συνολικά δύο σετ αλλά που οφειλόταν σε εξωγενείς αστάθμητους παράγοντες που τον επηρέασαν και ήταν η αφόρητη ζέστη και η υγρασία που επικρατούσαν κάποιες μέρες, παρέμεινε αταλάντευτος, ακλόνητος, σίγουρος για τον εαυτό του ότι θα καταφέρει να φτάσει ως το τέλος του δρόμου. Γιατί γνώριζε πλέον πολύ καλά ότι το παιχνίδι του και η αυτοπεποίθησή είναι εδώ και είναι στο 100%…
Η αγωνιστική του παρουσία κυμαινόταν διαρκώς σε πολύ υψηλά επίπεδα, παίρνοντας σχεδόν πάντα αυτό που ήθελε, με καθορισμένο πλάνο και με σωστή κατανομή δυνάμεων και ενέργειας όπως χρειάζεται να γίνεται άλλωστε στη διάρκεια ενός τουρνουά Grand Slam που είναι πάντοτε τόσο επίπονο.
Την ίδια ώρα που οι βασικοί ανταγωνιστές του για τον τίτλο έδειχναν σε κάποιο σημείο της διαδρομής να ασθμαίνουν και να υποχωρούν, ο Nόλε προχωρούσε ακάθεκτος προς τον στόχο του.
Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το US Open, ο Τζόκοβιτς κατακτούσε τον τίτλο στο χιλιάρι του Σινσινάτι για πρώτη φορά στην καριέρα του, ολοκληρώνοντας το Career Golden Masters, ένα τρομερό επίτευγμα καθώς έγινε ο μοναδικός τενίστας στην ιστορία που έχει κερδίσει όλα τα τουρνουά της σειράς Masters1000 που υπάρχουν στο tour. Στον μεγάλο τελικό είχε κερδίσει πεντακάθαρα τον επτάκις νικητή του Western and Southern Open στο παρελθόν Ρότζερ Φέντερερ.
Έναν Φέντερερ που εκείνη τη μέρα είχε πραγματοποιήσει σίγουρα τη χειρότερη φετινή του εμφάνιση και χωρίς αμφιβολία είχε προβληματίσει έντονα όλον τον τενιστικό κόσμο για την αγωνιστική του κατάσταση εν όψει του επικείμενου τότε US Open. Προβληματισμοί που για να είμαστε ακριβοδίκαιοι υπήρχαν για τον μεγάλο Ελβετό εδώ και αρκετούς μήνες όσον αφορά την απόδοση και την αποτελεσματικότητά του…
Στην Νέα Υόρκη ήρθε και η οριστική επικύρωση ότι ο Ρότζερ του 2018 μέχρι τώρα τουλάχιστον και με εξαίρεση το Αυστραλιανό Open, απέχει παρασάγγας από τον περσινό Ρότζερ που εκστασίαζε τα πλήθη με τις αδιανόητες εμφανίσεις του, την καθολική επιβλητικότητά του και τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του.
Ο μαέστρος ήρθε διψασμένος να κατακτήσει ξανά, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια που πήρε τον τελευταίο, τον τίτλο στο Flushing Meadows για 6η φορά αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Από τους πρώτους γύρους, παρόλες τις straight sets νίκες του, έμεναν κάποιες σκιές για το πραγματικό αγωνιστικό του status τη δεδομένη περίοδο και αν αυτό ήταν ικανό να τον οδηγήσει στο τρόπαιο. Και όπως αποδείχθηκε δεν ήταν…
Η ήττα από τον Τζον Μίλμαν, έναν παίκτη εκτός πρώτης πενηντάδας, στον 4ο γύρο, ήταν σαφώς μία απο τις οδηνηρές που έχει υποστεί ο Φέντερερ τα τελευταία χρόνια σε Major διοργανώσεις. Μία ήττα που προήλθε και όπως γίνεται συνήθως άλλωστε ειδικά στο τένις σε τέτοιες περιπτώσεις, από έναν συνδυασμό συνθηκών: της ενδεχομένως καλύτερης εμφάνισης που έχει κάνει ποτέ στη ζωή του ο Μίλμαν που ήταν σχεδόν αλάνθαστος και σημάδευε επιτυχημένα συνεχώς τις γραμμές, σε σχέση με την κάκιστη παρουσία του Φέντερερ στο service που είχε τραγικά ποσοστά, το service που είναι πάντα ένα από τα ισχυρότερα όπλα του και των αμέτρητων αβίαστων λαθών του. Λάθη που προήλθαν και από τον σαφή επηρεασμό του από τις καιρικές συνθήκες, που από ένα σημείο και μετά η εξάντληση και το έλλειμμα ενέργειας που είχε ήταν πασιφανή.
Αλλά ήταν και μια ήττα και ίσως αυτό είναι το σημαντικότερο και που γεννά τις περισσότερες απορίες, που θα μπορούσε και αυτή να αποφευχθεί, όπως και οι περισσότερες που έχει δεχθεί φέτος και του έχουν στερήσει τίτλους και διακρίσεις. Στον αγώνα με τον Μίλμαν ας θυμηθούμε ότι έχασε και πάλι διπλό set point στο service του για το 2-0 σετ που πιθανότατα θα του εξασφάλιζε τη νίκη. Και λέμε “και πάλι” γιατί μέσα στη σεζόν και αυτό είναι κάτι πρωτοφανές στην καριέρα του, έχουν συσσωρευθεί πλέον πολλές οι απωλεσθείσες ευκαιρίες δικών του set point αλλά και match point που σπατάλησε σε αγώνες που τελικά ηττήθηκε και που θα μπορούσε αν τις εκμεταλλευόταν σε ένα λογικό ποσοστό, να έχουν αλλάξει όλη την εικόνα του μέσα στη χρονιά…
Είναι ένα σαφές και υπαρκτό πρόβλημα αυτό για τον Ρότζερ, που εδράζεται ενδεχομένως στον ψυχολογικό και στον πνευματικό τομέα, που τον κάνει να φαίνεται και να είναι πιο “εύθραυστος” από ότι μας έχει συνηθίσει στις κρίσιμες στιγμές.
Διαφορετικής υφής πρόβλημα από αυτό που πιθανώς ήταν του Φέντερερ, αλλά δυστυχώς τόσο οικείο και απόλυτα συνυφασμένο με πολλά κομμάτια της δικής του καριέρας, ένας σωματικός τραυματισμός, στέρησε το δικαίωμα στο Νο1 του κόσμου Ράφα Ναδάλ να υπερασπιστεί τα περσινά κεκτημένα στην Νέα Υόρκη.
Ο Ράφα έχοντας στις αποσκευές του τον τίτλο στο Masters του Τορόντο, φαινόταν να βρίσκεται σε τέλεια αγωνιστική φόρμα και έτοιμος να διεκδικήσει με πολλές αξιώσεις το repeat στην Αμερικανική μεγαλούπολη.
Αλλά όπως προείπαμε και είναι σε όλους γνωστό, η απαιτούμενη εξοικονόμηση και κατανομή δυνάμεων που είναι βασική σε ένα Grand Slam, έμοιαζε ανέφικτη για τον Ράφα, αφού από τον 3ο μόλις γύρο άρχισε να πιέζεται φορτικά στο τουρνουά από τον Κάρεν Κατσάνοφ, που ειρήσθω εν παρόδω ο Ρώσος είναι ένα από τα σπουδαιότερα ταλέντα της νέας γενιάς. Σε έναν πολύ σκληρό αλλά συνάμα και πανέμορφο αγώνα ο Ισπανός κατάφερε μεν να επιβληθεί, αλλά είχε αρχίσει να καταλανώνει πολλές δυνάμεις από τόσο νωρίς, κάτι που σίγουρα δεν είχε προϋπολογίσει, όπως επίσης κάτι παρεμφερές συνέβη και στο αρκετά δύσκολο τεστ που απρόσμενα χρειάστηκε να περάσει και στον 4ο γύρο από τον Μπασιλασβίλι, που πιέστηκε και εκεί πέραν του αναμενομένου.
Αλλά η χαριστική βολή θα λέγαμε στην οικονομία δυνάμεων του Ράφα και στη σωματική του καταπόνηση από την οποία προέκυψε τελικά και ο τραυματισμός του, αναμφίβολα ήρθε στον τεράστιο προημιτελικό που έδωσε με τον Ντομινίκ Τιμ, στο καλύτερο ματς του φετινού US Open και ένα από τα κορυφαία της σεζόν. Σε έναν συγκλονιστικό αγώνα 5 ωρών που θα μείνει αξέχαστος για την ποιότητα, την αγωνία και την άγρια ομορφιά που μας πρόσφεραν οι δύο παίκτες, ο Ναδάλ βρήκε και πάλι τον τρόπο να ξεκλειδώσει τη νίκη κυριολεκτικά στη λεπτομέρεια, όπως έχει κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν σε παρόμοιες περιπτώσεις αγώνων που κρίνονται στον “έναν πόντο” με αυτό το μοναδικό winning spirit που τον διακατέχει.
Αυτή η νίκη όμως για τον Ράφα σε αυτόν τον εξουθενωτικό αγώνα αποδείχθηκε μια Πύρρειος νίκη, αφού έμελλε να πληρώσει το κόστος της στον ημιτελικό με τον Ντελ Πότρο, όταν το χιλιοταλαιπωρημένο του γόνατο από την αφόρητη επιβάρυνση που υφίσταται διαρκώς, από τον υπερβολικά επώδυνο γενικά για το σώμα του τρόπο που αγωνίζεται, δεν άντεξε άλλο και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά φέτος έναν αγώνα σε μια διοργάνωση Grand Slam μετά την Αυστραλία, εξαιτίας τραυματισμού.
Η εγκατάλειψη όμως του Ναδάλ στον ημιτελικό, δε θα πρέπει επ’ουδενί να θεωρήσουμε ότι ήταν η αιτία της παρουσίας του Χουάν Μάρτιν Ντελ Πότρο στον μεγάλο τελικό. Ο Αργεντινός, έχοντας ως γνώμονα τη συνολική εικόνα του σε όλη τη διάρκεια του τουρνουά, απολύτως δίκαια βρέθηκε στο ματς τίτλου στο Arthur Ashe όπου έφτασε με απώλεια μόνο ενός σετ και παίζοντας υπέροχο τένις. Οι πιθανότητές του για να κατακτήσει ξανά το US Open μετά από 9 χρόνια ήταν σοβαρές και ρεαλιστικές. Αλλά όπως φάνηκε εν τέλει όμως, όχι με αντίπαλο αυτόν τον Νόβακ Τζόκοβιτς…
Ο Ντέλπο προσπάθησε απεγνωσμένα στον τελικό, καταθέτοντας φιλότιμα όλες του τις φυσικές και τις ψυχικές δυνάμεις που γνωρίζουμε ότι διαθέτει σε αφθονία, να βρει τις λύσεις να πλήξει τον αντίπαλό του, αλλά έπεφτε πάνω σε ένα αδιαπέραστο τείχος που του όρθωνε αυτός ο φανταστικός Νόλε. Επιχείρησε να στηριχθεί στο μεγάλο service του αλλά τα retour του Σέρβου ήταν αδιανόητα αποτελεσματικά, γεγονός που προϊόντος του χρόνου τον απογοήτευε.
Ο Αργεντινός και ενώ με το backhand του εκτελούσε κυρίως διαδικαστικά slice shot και εμφανώς λιγότερα επιθετικά topspin ή drive, αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να βασιστεί σε συντριπτικό ποσοστό στο φοβερό και καλύτερο στον κόσμο flat forehand του, αλλά σε σημείο θα λέγαμε υπερβολής, κάνοντας από ένα σημείο και πέρα μάλλον κατάχρηση αυτού του κορυφαίου χτυπήματος που διαθέτει. Γι’αυτό προέκυψαν και τα αρκετά miss hit από τη ρακέτα του γιατί πίεζε το forehand του στο όριο, προσπαθώντας να χτυπήσει σχεδόν μόνο με αυτό το άρμα Τζόκοβιτς.
Πήρε πολλά από το forehand του, τα περισσότερα, άφησε τον κόσμο εκστατικό πλείστες φορές με την τρομακτική δύναμη που εκτόξευε τις μπάλες από κάθε πιθανή θέση στο court, open stance, on the run, inside out, inside in, αλλά δεν ήταν δυνατό να τα περιμένει όλα από αυτό και αυτή η υπερφόρτωση του forehand κυνηγώντας τους winner και τις μαζικές επιθέσεις, είχε συνέπεια να του βγαίνουν και πάρα πολλά λάθη που τον άγχωναν όλο και πιο πολύ και του μείωναν στην πορεία την ορμητικότητα αλλά και το πιστεύω του για τη νίκη.
Στην απέναντι πλευρά του court o απίθανος Σέρβος με τις εξωπραγματικές σε πολλές περιπτώσεις άμυνές του, έβρισκε το αντίδοτο να απαντάει στις ρουκέτες που εξοστράκιζε ο Αργεντινός. Ελαστικός, αέρινος, αεικίνητος, έμοιαζε σα να βρίσκεται παντού. Στο δικό του επιθετικό παιχνίδι ήταν εμφανές ότι διέθετε μεγαλύτερη ποικιλία και περισσότερες επιλογές, εξαπολύοντας προς κάθε κατεύθυνση και απροβλημάτιστα με συνεχείς εναλλαγές των forehand και backhand του, γεωμετρικής ακρίβειας, σταθερότητας και ουσίας groundstrokes.
Όμως υπήρχε και άλλος ένας σημαντικός τομέας που υστέρησε στον τελικό ο Ντελ Πότρο συγκριτικά με τον Τζόκοβιτς και ήταν ο τομέας της τακτικής και της συνολικής στρατηγικής του αγώνα. Ο grand maitre του είδους Σέρβος, έδωσε ένα πραγματικό ρεσιτάλ για τον τρόπο που διαχειρίστηκε τακτικά όλη τη ροή του ματς. Ήξερε ανά πάσα στιγμή ποια μέθοδο να ακολουθήσει για να αποκομίσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος. Από την αρχή πήρε τα ηνία του τελικού στα χέρια του έμπλεος αυτοπεποίθησης και ουσιαστικά δεν τα άφησε καθόλου να του ξεφύγουν ως το τέλος.
Στις αναμενόμενες αγωνιστικές διακυμάνσεις που προκύπτουν συνήθως μεταξύ δύο κορυφαίων παικτών στη διάρκεια ενός τόσο σημαντικού αγώνα, ο Τζόκοβιτς είχε σχεδόν πάντα την αρμόζουσα αντίδραση. Όταν είχε αυτός το momentum, εξασφάλιζε ό,τι περισσότερο μπορούσε με καίρια και ακριβή χτυπήματα χωρίς όμως να παρασέρνεται στα άκρα από τον ενθουσιασμό με αχρείαστες υπερβολές. Όταν το πάνω χέρι φαινόταν να περνάει στον αντίπαλό του, είχε την διανοητική διαύγεια, την οξυδέρκεια και την ψυχική ηρεμία να βρίσκει τον τρόπο να αντιστέκεται στην ορμή και στα κατά κύματα επιθέσεις που δεχόταν και να καταπνίγει σχετικά γρήγορα αυτές τις μικρές επαναστάσεις που επιχειρούσε ο Αργεντινός πριν διογκωθούν.
Άκαμπτος και αλύγιστος πνευματικά σε κάθε δυσκολία, ξεδιπλώνοντας στο court του Arthur Ashe Stadium όλη την τεράστια τενιστική του ποιότητα και κάνοντας το καλύτερο παιχνίδι του μέσα στη φετινή χρονιά, ο καταπληκτικός Νόβακ Τζόκοβιτς, αυτός ο τόσο χαρισματικός Σέρβος τενίστας, οδηγήθηκε εκεί που του άξιζε, στην κατάκτηση του 3ου US Open της εκθαμβωτικής καριέρας του, κλείνοντας εντυπωσιακά τη σεζόν των Grand Slam για το 2018.
Σε μια χρονιά που ξεκίνησε γι’αυτόν γεμάτη αμφιβολίες και αναρωτήσεις ακόμη και για το ίδιο το μέλλον του στο άθλημα και καταλήγει να κερδίζει τελικά δύο από τους τέσσερις Major τίτλους που υπάρχουν…
Πιστοποιώντας έτσι για άλλη μια φορά το σπάνιο μέγεθος του τενιστικού του εκτοπίσματος και της αθλητικής του εμβέλειας.
14 τίτλοι Grand Slam πλέον για τον εκπληκτικό Νόβακ Τζόκοβιτς, που ισοφάρισε τον μυθικό King of Swing, Πιτ Σάμπρας στην 3η θέση όλων των εποχών σε κατακτήσεις Major τροπαίων και βρίσκεται πίσω μόνο από τον αριστοτέχνη μαέστρο Ρότζερ Φέντερερ που έχει 20 και τον ακαταμάχητο matador Ράφα Ναδάλ που έχει 17.
Τέσσερα θρυλικά αθλητικά ονοματεπώνυμα που απαρτίζουν ένα χρυσό καρέ των τεσσάρων μεγαλύτερων παικτών που εμφανίστηκαν ποτέ στην ιστορία του τένις!
Ένα μαγικό κουαρτέτο τεσσάρων εμβληματικών φυσιογνωμιών και γιγάντων του αθλήματος απαράμιλλης κλάσης, που δικαιωματικά και πανάξια ο ένας εξ αυτών είναι ο Σέρβος υπεραθλητής και μεγάλος θριαμβευτής του φετινού Flushing Meadows, ο απίστευτος Νόβακ Τζόκοβιτς!
Μάνος Παπαδάκης – m.papadakis@tennis24.gr